- ροζιάρης
- ης, ες, ροζιάρικος, η , ο мозолистый;
ροζιάρικα χέρια — моροζιάρης золистые руки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ροζιάρικα χέρια — моροζιάρης золистые руки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ροζιάρης — α, ικο, Ν 1. (για ξύλο ή κλαδί) αυτός που έχει ρόζους 2. μτφ. (για μέρος τού σώματος) αυτός που έχει κάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόζος + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κοκαλ ιάρης)] … Dictionary of Greek
ροζιάρης — ο θηλ. α και ροζιάρικος, η, ο αυτός που έχει ρόζους: Τα ροζιάρικα χέρια του έδειχναν με τι κόπο έβγαζε το ψωμί του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ροζιάρικος — η, ο, Ν [ροζιάρης] 1. γεμάτος ρόζους 2. γεμάτος κάλους … Dictionary of Greek