ροζιάρης

ροζιάρης
ης, ες, ροζιάρικος, η , ο мозолистый;

ροζιάρικα χέρια — моροζιάρης золистые руки


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ροζιάρης" в других словарях:

  • ροζιάρης — α, ικο, Ν 1. (για ξύλο ή κλαδί) αυτός που έχει ρόζους 2. μτφ. (για μέρος τού σώματος) αυτός που έχει κάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόζος + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κοκαλ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • ροζιάρης — ο θηλ. α και ροζιάρικος, η, ο αυτός που έχει ρόζους: Τα ροζιάρικα χέρια του έδειχναν με τι κόπο έβγαζε το ψωμί του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ροζιάρικος — η, ο, Ν [ροζιάρης] 1. γεμάτος ρόζους 2. γεμάτος κάλους …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»